άλιθος

άλιθος
ἄλιθος, -ον (Α) [λίθος]
1. (για εδάφη, γαίες) ο μη πετρώδης
2. αυτός που δεν περιέχει πέτρες
3. (για κοσμήματα) που δεν είναι ποικιλμένος με πολύτιμους λίθους
4. που δεν πάσχει από λιθίαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄλιθος — without stones masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλιθον — ἄλιθος without stones masc/fem acc sg ἄλιθος without stones neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίθους — ἄλιθος without stones masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλιθα — ἄλιθος without stones neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • ἅλιθα — ἄλιθα , ἄλιθος without stones neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”